Υπουργείο Ευτυχίας (6)

«Αυτό που θα σου πρότεινα», ξεκίνησε ο Γιάννης, «είναι να δώσεις και τις δύο συνεντεύξεις, για να μην κινήσεις υποψίες ότι σκέφτεσαι να διώξεις τη Φρόσω από τα πόδια σου. Αλλά και γενικότερα…»

«Μάλιστα, μπορείς να την καλέσεις αύριο κιόλας και να της πεις μαλακίες, τύπου το σκέφτηκα ξανά και η πρωτοβουλία σου να δώσουμε την πρώτη μας επίσημη συνέντευξη στην Αργυροπούλου είναι μια πραγματικά καλή επικοινωνιακή κίνηση και ξέρεις εσύ τώρα…» συμπλήρωσε η Νάντια.

«Ναι, να της δώσω κι άλλο αέρα να το κάνει εκεί μέσα…»

«Δώσ’ της ρόλο προς το παρόν και θα δούμε τι θα κάνουμε και με αυτό… Κοίτα τι σου έχω εδώ…»

Κοίταξε την κόλλα Α4 που έτεινε προς το μέρος του με τις αριθμημένες ερωτήσεις. Δεν είχε συμπληρώσει καθόλου απαντήσεις.

«Πάω να ετοιμάσω κάτι να φάμε και συνεχίζουμε. Πάρε το χρόνο σου και δες τις προσεκτικά» σηκώθηκε ο Γιάννης και πήγε στην κουζίνα. Η Νάντια εκείνη τη στιγμή συνέκρινε με διαγώνιες καρφωτές ματιές δύο ιστοτόπους που είχαν τραβήξει ενεργά την προσοχή της.

«Λοιπόν, αυτή η ιστορία με τις εταιρείες μίσθωσης ταξί και τις καταγγελίες ένθεν και ένθεν, μόνο ανεξάρτητο ρεπορτάζ δε μου φαίνεται…» μουρμούρισε συνοφρυωμένη. «Και κάνει κρα, ένας ταξιτζής μόνο από τις δύο επικρατέστερες, βαλτός, σχεδόν πληρωμένος να την πει για όλους τους υπόλοιπους…» συνέχισε μιλώντας στον εαυτό της. «Το Storyline που σου έλεγα τις προάλλες, Δήμο…»

«Από όσο μου είπε ο Λεωνίδας, μέχρι και κινητοποιήσεις στο Υπουργείο Εργασίας είχαν κάνει με τα συνδικαλιστικά τους όργανα, γιατί, εδώ που τα λέμε, η Fedex και η άλλη, ηηη- »

«Η Taxidrive;»

«Ναι, αυτή, σκόπευαν να χαλάσουν την πιάτσα με το μοντέλο ατομικών συμβάσεων που πρότειναν, συμπαρασέρνοντας μέσω ανταγωνισμού τα κεκτημένα όλου του κλάδου. Αμφισβητούνται ανοιχτά τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα, αλλά και η τιμή της εργατοώρας τους στο τιμόνι.»

«Και τι θα γίνει τελικά, Δήμο;»

«Δεν γνωρίζω, πιέζουν το υπουργείο ανοιχτά ακόμα και τώρα, off the record, που προσωρινά απορρίφθηκε το αίτημά τους. Ίσως γι’ αυτό δίνουν δοτά άρθρα σε μέσα όπως αυτά, για τη διασπορά των θέσεών τους στην κοινή γνώμη. Εκεί το έχω αφήσει το ζήτημα…»

Σηκώθηκε βαριεστημένα κάπως, με το τσιγάρο κακόμοιρα στο στόμα του να προεξέχει και κατευθύνθηκε αργά προς το παράθυρο να ξεμουδιάσει. Είχε αφήσει τις ερωτήσεις στο τραπεζάκι. Από τον όροφο του λοφτ, έβλεπε τη μεγάλη κόκκινη καμινάδα να προεξέχει πάνω σε ένα σκούρο φόντο πόλης με πολλά μικρά φώτα να σχηματίζουν, μεριές – μεριές, ηλεκτρικές γειτονιές στον αέρα, μικροσκοπικές και αδιάφορες που απλώς τα βγάζουν πέρα με το σκοτάδι. Δεν παίρνουν θέση για τη νύχτα, μόνο τα βγάζουν πέρα, σε ένα φωτεινό δίκτυο που απλώς αρκείται στο να ανάβει και να σβήνει.

Στον κόσμο του λόγου, δεν υπάρχουν απαντήσεις, σκέφτηκε, αυτό που τόσο επίμονα σου ζητούν να δώσεις, απλά δεν υπάρχει. Επίτηδες το κάνουν, το ξέρουν αυτοί που φτιάχνουν τις ερωτήσεις και σε βασανίζουν εις γνώσιν τους όταν σε ρωτάνε, γιατί πολύ απλά, οι απαντήσεις δεν υπάρχουν. Και θα ‘θελες ίσως να τους φωνάξεις πως ούτε οι ερωτήσεις τους υπάρχουν και άρα, δικαιούσαι αν θες να φτιάξεις ένα Υπουργείο Ευτυχίας γιατί έτσι, γιατί λείπει η ευτυχία από τα έργα των ανθρώπων. Βίωμα είναι, δεν είναι καν δικαίωμα, ούτε αγαθό, ούτε επινόηση, είναι το εκ των ων ουκ άνευ της ίδιας τη ζωής, κυλάει αόρατη πλάι στο τρεχούμενο αίμα της. Η ευτυχία, ναι, δεκάρα δε δίνει  αν οι οικονομικοί δείκτες την επιτρέπουν ή την απεργάζονται, ανάλογα με τις διαθέσεις των πολυεθνικών-

«Μόνος σου μιλάς, Δήμο;» τον διέκοψε απαλά η Νάντια ακουμπώντας τον στον ώμο. Γύρισε την κοίταξε σαν χαμένος. «Κι αν δεν υπάρχει τελικά, Νάντια; Αν απλά, αυτό που σκέφτομαι, δεν υπάρχει;»

«Τι εννοείς; Θα σου ετοιμάσουμε εμείς ό, τι χρειαστείς, πού σκάλωσες τώρα;»

«Εννοώ, όλα αυτά που προσπαθούμε τόσους μήνες, οι καμπάνια που ετοιμάσαμε και την πιστέψαμε ακόμα κι εμείς, ο κόσμος που μας εμπιστεύτηκε και χαμογέλασε, το κτίριο με τη χαμένη περηφάνια που θα στεγάσει επίσημα πλέον τη μιζέρια της χώρας…»

«Θα σου έκανε καλό αν έτρωγες πρώτα πριν συνεχίσουμε, είμαστε όλοι κουρασμένοι…»

«Απάντησέ μου, Νάντια, αν δεν υπάρχει;». Αφέθηκε στα χέρια της να φτάσει ως τον καναπέ και βούλιαξε. Πήρε το πιρούνι του απρόθυμα και κάρφωσε τη σαλάτα του, απλώνοντας αμίλητος το χέρι του στο Γιάννη να του δώσει μια φέτα ψωμί.

«Κοίτα, το συζητούσαμε τις προάλλες και με τη Νάντια και νομίζουμε ότι τον τελευταίο καιρό, κάπου το χάνεις, ρε Δήμο. Ειλικρινά, έχεις την πιο γαμάτη ιδέα που είχε ντόπιος πολιτικός τα τελευταία χρόνια, την υλοποιείς ήδη παρά τις δυσκολίες που συναντάς και μετά, παπ, το χάνεις. Σε επηρεάζει και η διάσταση με την Έλλη…»

«Ο χωρισμός, θες να πεις…»

«Τα παραλές, δυο βδομάδες δεν το λες και χωρισμό…»

«Ούτε οκτώμισι μήνες αδεισύνης τα λες σχέση.»

Ο Γιάννης μαζεύτηκε κάπως και από εκεί συνέχισε κατευναστικά η Νάντια:

«Και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ίσως θα έπρεπε να επισκεφτείς έναν ψυχαναλυτή… Να το δουλέψεις λίγο το πράγμα, να μη χάνεσαι με το παραμικρό… Μπορεί και να ισορροπήσεις και με την Έλλη, σίγουρα θα είναι πρόθυμη να σου σταθεί…»

«Ποια Έλ- με θεωρείτε αδύναμο;» κι έπιασε τον καπνό του να στρίψει τσιγάρο αργά και αφοσιωμένα, γλείφοντας ξανά και ξανά το χαρτάκι. Έπειτα, το άφησε παραδίπλα, χωρίς να το ανάψει.

Χαμήλωσαν το βλέμμα και συνέχισαν να τρώνε, κοιτώντας καχύποπτα ο ένας τον άλλο.

«Σας  βλέπω, όταν το κάνετε αυτό…» κι έπιασε να στρίψει κι άλλο τσιγάρο.

«Ανησυχούμε, αυτό είναι όλο.»

«Κι εγώ ανησυχώ. Και σας το λέω. Τι άλλο να κάνω; Να πάω να ξαπλωθώ σε ένα ντιβάνι που θα με ρωτάνε για τη μάνα μου, πότε είχα στύση πρώτη φορά και αν ήταν καταπιεστικός ο πατέρας μου; Κι εντωμεταξύ, η ανεργία και η μετανάστευση να έχουν βαρέσει κόκκινο και ψάχνουμε να βρούμε το κουτί με τα σπίρτα, άραγε τι μας φταίει; Δε χρειάζεται άλλο ντιβάνι αυτή η χώρα. Όλοι είναι σα χαμένοι, κι ας κάνουν ψυχανάλυση. Γιατί, το σκεφτήκατε ποτέ;»

Είχαν σηκώσει τα φρύδια τους και τον παρακολουθούσαν με έκπληξη ενώ μασουλούσαν.

«Θέλετε να ξέρετε γιατί χώρισα με την Έλλη;»

«Εμάς μας είπε ότι σε συγχωρεί κι ότι σε θέλει πίσω, κάτι περισσότερο δε μας είπε…»

Ήπιε μια μεγάλη γουλιά μπίρα για να καθυστερήσει την απάντηση.

«Μίλα, ρε. Πήγες μ’ άλλη; Ποια;»

«Μη μου πεις!»

«Όχι.»

«Τότε;»

Σκούπισε το στόμα του με μια χαρτοπετσέτα. Κατάπιε αργά τη γουλιά του και έγειρε πίσω στο μαξιλάρι του καναπέ, επίσης αργά.

«Έλα, πες μας!»

«Τη βίασα.»

Πιρούνι Νάντιας, πέφτει με κρότο, συμπαρασέρνει μαζί του φαγώσιμο φορτίο, μοκέτα λερώνεται. Λαιμός Γιάννη, μαρούλι και ψωμί πολύσπορο στήνουν επίμονο μπλόκο, προσγειώνεται λιάρδα στο τραπέζι, πνιγερός βήχας.

Του έρχεται να γελάσει. Άγνωστο με τι.

«Γιατί ακριβώς να με συγχωρέσει; Για αυτό που ούτε εγώ δε συγχωρώ τον εαυτό μου; Δεν δάκρυζε καν ρε μαλάκες, το πιστεύετε; Λέει πως με συγχωρεί ένα πλάσμα που αμέσως μετά, άρχισε ψευτοκλαψούρισε να μου τρίβεται, την ώρα που κι εγώ ο ίδιος ένιωθα αηδία! Και απλά, πήρε το τηλεκοντρόλ και άλλαξε κανάλι! Και θέλω και ψυχολόγο αποπάνω! Νομίζετε δεν ξέρω ότι αυτό είναι έγκλημα που θα μπορούσε αύριο να με περιμένει σε κάποιο πρωτοσέλιδο; Ο τέλειος πλην φοβισμένος φίλος σας, ναι, εγώ, ο Δήμος, ο Υπουργός Ευτυχίας της χώρας, εγώ, βίασα τη γλυκυτάτη σύντροφό μου, επειδή…»

«Σσσς! Σώπα, μη φωνάζεις, θα σε ακούσουν και πώς θα το καλύψουμε δεν ξ-»

«Άσε με, Νάντια! Στα όνειρά μου η κανάτα μου σπάει και ξανασπάει και σας ρωτάω, υπάρχει όλο αυτό που οραματίζομαι; και μου λέτε ότι κάπου υπάρχει, αλλά το χάνω. Κι εκείνη να με έχει τρελάνει στα τηλέφωνα και να θέλει να θέλω να με δεχτεί πίσω!»

«Γιατί, Δήμο; Τι σ’ έπιασε ξαφνικά;»

Έσπρωξε το πιάτο του παραπέρα και πήρε στα χέρια του την κόλλα Α4 με τις αναπάντητες ερωτήσεις. Μπορείς να φτιάξεις πολλές ερωτήσεις, να πείσεις για δυο στιγμές ότι ελέγχεις το χάος των νοούμενων σημείων, όταν τα συνενώνεις με αυτοματικές διεργασίες. Όμως οι απαντήσεις αρνούνται πεισματικά να υπάρξουν και πρέπει να τις εφεύρεις, να τις επινοήσεις και να τις παραχωρήσεις σε εκείνον που κάθε φορά σε ρωτάει.

«Γιατί της το έκανες αυτό;» επέμενε ο Γιάννης γέρνοντας μπροστά.

Σηκώθηκε όρθιος. Κανένας να μην ανοίγει το παράθυρο, όταν το γύρω αρχίζει να συμπιέζεται. Ετοιμάστηκε να φύγει. Ευτυχία, χαρά μου, ευτυχία, θυμήθηκε την άγνωστη φωνή να επανέρχεται από τα σωθικά του και να απλώνει μέσα του.

«Γιατί πρέπει να εξηγώ τα πάντα; Κι αυτά που δεν ξέρω;»

«Αν καταλάβει πως δεν υπάρχει περίπτωση επανασύνδεσης, μπορεί να ανοίξει το στόμα της…»

«Δεν μπορώ να εγγυηθώ ότι θα είμαι μαζί της. Δε νιώθω πια εκεί…»

«Και πού νιώθεις, Δήμο; Στην άγνωστη που βλέπεις στον ύπνο σου; Στην ευτυχία σου που πέφτει και ραγίζει χίλια κομμάτια; Πού; Πες μου, πού!»

«Φοβάμαι πως θα χαθείς στ’ αλήθεια, αν δε ζητήσεις βοήθεια εγκαίρως…»

Έσκυψε το κεφάλι του μπροστά τους. «Μόλις ολοκληρώσετε την παρουσίαση για τον Παζαΐτη, θα προχωρήσουμε όπως σας πω.»

Εκείνοι έγνεψαν.

«Και προσπάθησε, Νάντια, να προσεγγίσεις εκείνο το παιδί, το Δημήτρη, τον θέλω έτοιμο να αναλάβει το γρηγορότερο… Σε παρακαλώ…»

Η διαύγειά του είχε επανέλθει. Η θολούρα της κούφιας του διερώτησης πήγε και στάθηκε ηττημένη μακριά του, στο παράθυρο, εκεί που τα τόσα αδύναμα φώτα έκαναν το σκούρο φόντο της πόλης να ξεγελάει, δείχνοντάς ένα χαμόγελο από τρεμάμενα στίγματα.

Σε αυτή τη νύχτα, βγήκε να περπατήσει.

«Αν υπάρχεις, αν στ’ αλήθεια υπάρχεις, εσύ, ω εσύ, που δε σε ξέρω κι όμως με ξέρεις, που δε σου μιλώ κι όμως μου μιλάς, με τις δικές σου απόμερες συλλαβές που με καταλαβαίνουν και μετράνε την ψυχή μου, την πληγή μου, ω εσύ, που πρέπει πρώτα να ‘ρθει το αμίλητό σου βλέμμα να μου συμφωνήσει και μετά εγώ να λυτρωθώ, γιατί μου ανάδεψες τα πέπλα σου πριν να ‘μαι έτοιμος να δω;»

 

Copyright © 2018. Athina Zografaki, All rights reserved.