Σ’ ευχαριστώ, Άρτεμη.

Χωρίς εσένα, ίσως να μη γινόταν.

Νηστική και άυπνη, εκείνο το Σάββατο του Δεκέμβρη, βγαίνω απογοητευμένη από την επίδοσή μου στο 2ο μάθημα. Ένα διάλειμμα της μιας ώρας και αυτό αγχωμένο. Οι πληροφορίες στο μυαλό μου γυρνάνε. «Θεέ μου, τι θα πρωτοθυμηθώ από όλα αυτά; Τόσοι μήνες διάβασμα, στράφι…»

Μετά σερί, μας περίμενε το 3ο μάθημα στη γωνία, με τη μία και μοναδική του ερώτηση να μας παιδέψει πάνω στην κόλλα για τρεις ώρες ακόμα. Το στομάχι μου γουργούριζε.

Κοίταξα το μηχάνημα.

«Άσε μην έχουν λήξει και με πιάσει το στομάχι μου την ώρα που θα γράφω.»

Βγήκα να ψάξω ένα σάντουιτς. Όλα κλειστά στο Πανεπιστήμιο. Μόνο το νερό μου στο παγούρι και ένα σφίξιμο στην κοιλιά να με στενεύει σαν λουρί. Αποφάσισα να πάρω λίγο ήλιο και βρήκα ένα παγκάκι, ψηλά στο ύψος του δρόμου.

Εσύ καθόσουν ήδη εκεί.

«Κι εσύ για τις εξετάσεις;»
«Ναι, κι εσύ;»
«Ναι. Είναι τίποτα ανοιχτό; Έχω πεινάσει και δεν σκέφτηκα να πάρω κάτι απ’ το σπίτι. Μήπως ξέρεις πού μπορώ να βρω ένα σάντουιτς;»
«Μπα, μάταιο. Όλα κλειστά. Έχω μισό παστέλι, θες;»

Και πριν προλάβω να πω ναι, έτεινες το χέρι σου. Μου είχες ήδη κόψει το κομμάτι και μου το πρόσφερες. Το έφαγα με μεγάλη ευγνωμοσύνη. Πήρα δυνάμεις για να συνεχίσω. Δεν είχα προνοήσει, αλλά βρέθηκες εσύ να κάθεσαι στο παγκάκι με τον ήλιο.

Θυμάμαι, σκέφτηκα, «Τι γαμάτη κοινωνική λειτουργός που θα γίνει, αν με το καλό περάσει…!»

Πριν μπούμε για το 3ο μάθημα, μου είπες ότι σκέφτεσαι να τα παρατήσεις και ότι δεν τα έχεις πάει τόσο καλά.

«Να μείνεις μέχρι το τέλος, μην τα παρατήσεις…»

Χαμογέλασες παράξενα. «Καλά, θα δω.»

Όταν βγήκαμε και οι τελευταίοι κατά τις 5.00 το απόγευμα, δεν σε είδα. Έγραφες ακόμα ή είχες εγκαταλείψει;

Το όνομά μου είναι μέσα στη λίστα. Το δικό σου, Άρτεμη, δεν ξέρω. Ελπίζω να σε ξαναδώ.

Γιατί χωρίς εσένα, ίσως να μη χαμογελούσα σήμερα. Όση προετοιμασία και αν έχει κάνει κανείς, το σώμα θέλει καύσιμα για να φτάσει μέχρι τη γραμμή τερματισμού.

Και το δικό μου καύσιμο ήταν το μισό σου παστέλι.

Θέλω να είσαι και εσύ στο αμφιθέατρο όταν θα ξεκινήσουμε, θα κάνω γύρους με το κεφάλι μου να σε δω. Θα ρωτήσω και στη γραμματεία.

Γιατί, ακόμα και αν δεν είναι η χρονιά σου φέτος, μπορεί να είναι του χρόνου. Η χρονιά που, Άρτεμη, θα γίνεις μια γαμάτη κοινωνική λειτουργός, «επειδή», όπως εσύ η ίδια μου είπες, «δεν αντέχεις να βλέπεις άλλο τα τόσα προβλήματα και θέλεις κι εσύ να κάνεις κάτι που να αξίζει τον κόπο.»

Η αλληλεγγύη γεννιέται απλά και καθημερινά κάτω απ’ τον ήλιο. Το ίδιο και το αντίθετό της.

Κάτω απ’ τον ήλιο φιλιούνται τα ζευγάρια, βρίσκει ο άνεργος δουλειά, χειρουργεί ο γιατρός, ξαποσταίνει ο αγρότης, τρέχουν τα παιδιά στο πάρκο, κάνει ο κόσμος αντικαπιταλιστικές πορείες για την ειρήνη.

Κάτω απ’ τον ίδιο ήλιο πέφτουνε και οι βόμβες, κακοποιούνται οι γυναίκες, πρόσφυγες καίγονται ζωντανοί, πεινάνε τα παιδιά, πνίγεται ο συνάνθρωπος ή λιώνει από την ανάφλεξη ενός μυστηριώδους, φονικού τρένου που κανείς δε φρόντισε να βάλει σωστά στις ράγες του.

Όλα αυτά κάτω απ’ τον ίδιο ήλιο.

Από το όνειρο στη φρίκη, μια ρωγμή, που κανείς δεν φροντίζει να γεμίσει.
Με ένα παστέλι, ίσως.

Θα σε ευγνωμονώ για πάντα.
Μακάρι να μπορέσω κι εγώ να ανταποδώσω.

Αν διαβάσεις αυτό το κείμενο, σε παρακαλώ επικοινώνησε κάπως μαζί μου.
Θα χαρώ να τα πούμε.

Με παντοτινή ευγνωμοσύνη,
Α.Ζ.


Copyright © 2024. Αθηνά Ζωγραφάκη. “All rights reserved”.