Είναι η δεξιά του… «Μητσοτάκη;»

Προσωποπαγής δεξιά Vs. συμμετοχική αριστερά. Ή μήπως όχι;

 Αν παρακολουθήσει κανείς τις δημόσιες τοποθετήσεις προσώπων της Αριστεράς (χρησιμοποιώ τον όρο αρκετά γενικευτικά, καθώς δε θέλω να εστιάσω στο ζήτημα του πολιτικού προσδιορισμού με τη στενή έννοια), ακούει και διαβάζει φράσεις που παραπέμπουν στην εικόνα ενός «αδιαμφισβήτητου ηγέτη μυθικών διαστάσεων» που τίποτα δεν τον σταματά.

Σταχυολογώ ορισμένα δείγματα από τον ημερήσιο διαδικτυακό τύπο, τα οποία επαναλαμβάνονται συχνά και στις συζητήσεις των τηλεοπτικών πάνελ, σε παραπλήσιες εκδοχές:

«Η κυβέρνηση Μητσοτάκη…», (Αυγή, 24.02.24).

«Απέναντι στην κυριαρχία του Μητσοτάκη, ποιος;» (ΕΦΣΥΝ, 13.02.24 16:00)

«…μία μονοκρατορία της Δεξιάς του κ. Μητσοτάκη» (News 247, 07.02.2024)

Μία διατύπωση που εύλογα δημιουργεί ερωτηματικά: Δηλαδή, αν η «δεξιά» ήταν κάποιου άλλου, ο  καπιταλισμός θα ήταν καλύτερος; Θα ήταν ανεκτός από εμάς στην Αριστερά;

Από πότε η «δεξιά» και ο καπιταλιστικός, αστικός τρόπος ζωής που προτείνει ως οντολογικό παράδειγμα και τύπο κυβερνητικότητας ανήκει προσωπικά σε κάποιον ιδιοκτήτη;

Στο άρθρο που ακολουθεί, θα προσπαθήσω να επιχειρηματολογήσω με βάση σχετική βιβλιογραφία για την αναποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης επικοινωνιακής στρατηγικής, η οποία ουσιαστικά μέσω του δημόσιου λόγου της φετιχοποιεί και εντέλει ενισχύει τον πολιτικό της αντίπαλο.

Η φετιχοποίηση του ηγέτη, παγίδα για την Αριστερά

Ο Murray Edelman στο έργο του «Η κατασκευή του πολιτικού θεάματος» (1981) αναφέρει χαρακτηριστικά πως «το πολιτικό θέαμα συνεχώς κατασκευάζει και ανακατασκευάζει κοινωνικά προβλήματα, κρίσεις, εχθρούς και ηγέτες, δημιουργώντας μια διαδοχή απειλών και επιβεβαιώσεων». Αυτό έχει ιδεολογικές  προεκτάσεις στις αντίστοιχες πολιτικές πράξεις των συμμετεχόντων στην πολιτική σφαίρα, είτε ως α. παραγωγοί/αναπαραγωγοί μιας ιδέας, είτε ως β. παρατηρητές/αναλυτές της, είτε ως γ. αποδέκτες των πρακτικών συνεπειών της.

Κεντρικό ρόλο στην κατασκευή του πολιτικού θεάματος φυσικά παίζει και η κατασκευή (construe) του ηγέτη (εν προκειμένω του νυν πρωθυπουργού), ο οποίος προσωποποιεί σε μία δεδομένη ιστορική συγκυρία όλους του φόβους, τις ελπίδες, την αγανάκτηση, το θυμό, αλλά και τις προσδοκίες μιας σημαντικής μερίδας του εκλογικού κοινού.

«Ως σημείο, η ηγεσία συνδυάζει έντονη ασάφεια και ισχυρό συναίσθημα» αναφέρει ο Edelman.

Κατά συνέπεια, και το πρόσωπο που κάθε φορά φέρει την ηγεσία και επιδιώκει να ισχυροποιήσει την εξουσία του δεν είναι παρά «ένα σημείο των καιρών του», ένα σύμβολο που συμπυκνώνει για κάποιους τους μύχιους πόθους και για άλλους την άπωση, την τάση για ανταγωνισμό και σύγκρουση που έχουμε μέσα μας, και φυσικά το θυμό που προκύπτει από τη δυσλειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, συνολικά και σωρευτικά.

Ιδωμένο καθαρά με ψυχολογικούς όρους, πρόκειται, για μια αποποίηση της ελευθερίας μας και μία μετάθεση της ευθύνης από τον εαυτό μας ως πολιτικοί δρώντες σε πρόσωπα που λειτουργούν ως «ψυχολογικές συνισταμένες» και στιγμιαίες «βαλβίδες εκτόνωσης» του τάδε ή του δείνα συναισθήματος.

Από τη στιγμή όμως που γίνεται αυτή η απόθεση/παροχέτευση, απεμπολούμε το βάρος μας, αποδρώντας από την ίδια μας την ελευθερία προσδιορισμού, επιλογής, κατεύθυνσης και δράσης (βλ. σχετικά Erich Fromm,  “The Fear of Freedom”[1942] 2001).

«Οι οπαδοί δημιουργούν τους ηγέτες και όχι το αντίστροφο» διαπιστώνει ο Edelman. Σε αυτό το σημείο είναι που ο εκάστοτε ηγέτης μυθοποιείται και γίνεται φετίχ, ανεπίγνωστο δηλαδή δημιούργημα των ίδιων των οπαδών του, στο οποίο αυτοί αποδίδουν μαγικές, υπεράνθρωπες ικανότητες. Έτσι, το πρόσωπο αυτό «απορροφά» το δυναμικό που εναποτίθεται σε αυτόν και στη συνέχεια το «επιστρέφει» στο κοινό του αντεστραμμένο και πολλαπλάσιο, ωσάν να ήτανε δικό του.

Όμως μέχρι στιγμής, ο πάγιος λόγος της Αριστεράς δείχνει ότι αγνοεί αυτή την σπουδαία λεπτομέρεια.

Και όχι μόνο: Ο (κάθε) ηγέτης «χτίζεται» και αναπαράγεται ως τέτοιος και από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Για την ακρίβεια, ο αντίπαλοί του λειτουργούν ως πολιτικοί του σταθεροποιητές, συντελώντας στη συναίνεση και τη διατήρηση των πραγμάτων ως έχουν (Edelman, 1981).

Στην Αριστερά λοιπόν, παρά την πάγια (θεωρητική τουλάχιστον) θέση της ότι η λατρεία ενός ηγέτη είναι κατάλοιπο «αστικής ιδεολογίας» (Πουλιόπουλος, 1934)  βλέπουμε δυστυχώς να μην έχουμε διδαχτεί από τα αντίστοιχα λάθη του ιστορικού μας παρελθόντος.

Ακολουθείται δηλαδή μια στρατηγική πόλωσης γύρω από το πρόσωπο ενός ηγέτη που αντιμετωπίζεται ως εχθρός (εσωτερικός ή εξωτερικός) και πηγή όλων των δεινών, (π.χ. «Απέναντι στον Μητσοτάκη, ποιος;»), αναπαράγοντας ακόμα περισσότερο μια προσωποπαγή αντίληψη της εξουσίας. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της οπτικής, οι πολιτικές οργανώσεις αντιμετωπίζονται ως τσιφλίκια, το κράτος και η κυβέρνηση ως κτήματα ενός δήθεν παντοκράτορα (π.χ. «η μονοκρατορία του Μητσοτάκη») και ούτω καθεξής.

Όμως οι ιδεολογίες ως συλλογικές αξιακές κατασκευές και οι πολιτικές που απορρέουν από αυτές δεν μπορούν να ανήκουν σε συγκεκριμένα πρόσωπα.

Κατά την  προσωποπαγή αντίληψη, ο θεσμός (του πρωθυπουργού εν προκειμένω) λανθάνει πίσω και μέσα από το πρόσωπο κι έτσι, το πραγματικό πρόβλημα (δηλαδή τα δομικά, οργανικά ζητήματα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος) βγαίνει προς στιγμήν εκτός θέασης, με απώτερο σκοπό να παραμείνει και εκτός κριτικής. Επομένως, παραμένει και εκτός βεληνεκούς μιας αντίρροπης στρατηγικής που θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά με το συγκεκριμένο παράδειγμα.

Δεν είναι κατά τη γνώμη μου ακόμα ξεκάθαρο μέσα από την επικοινωνιακή στρατηγική της Αριστεράς, εάν η αντιπαράθεση είναι μεταξύ θεσμών και θέσεων ή μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων/διαχειριστών που αρκεί να εναλλάσσονται.

Στην Αριστερά λοιπόν, παρά την πάγια (θεωρητική τουλάχιστον) θέση της ότι η λατρεία ενός ηγέτη είναι κατάλοιπο «αστικής ιδεολογίας» (Πουλιόπουλος, «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα;», 1934)  βλέπουμε δυστυχώς να μην έχουμε διδαχτεί από τα αντίστοιχα λάθη του ιστορικού μας παρελθόντος.

Ακολουθείται δηλαδή μια στρατηγική πόλωσης γύρω από το πρόσωπο ενός ηγέτη που αντιμετωπίζεται ως εχθρός (εσωτερικός ή εξωτερικός) και πηγή όλων των δεινών, (π.χ. «Απέναντι στον Μητσοτάκη, ποιος;»), αναπαράγοντας ακόμα περισσότερο μια προσωποπαγή αντίληψη της εξουσίας. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της οπτικής, οι πολιτικές οργανώσεις αντιμετωπίζονται ως τσιφλίκια, το κράτος και η κυβέρνηση ως κτήματα ενός δήθεν παντοκράτορα (π.χ. «η μονοκρατορία του Μητσοτάκη») και ούτω καθεξής.

Όμως οι ιδεολογίες ως συλλογικές αξιακές κατασκευές και οι πολιτικές που απορρέουν από αυτές δεν μπορούν να ανήκουν σε συγκεκριμένα πρόσωπα.

Κατά την  προσωποπαγή αντίληψη, ο θεσμός (του πρωθυπουργού εν προκειμένω) λανθάνει πίσω και μέσα από το πρόσωπο κι έτσι, το πραγματικό πρόβλημα (δηλαδή τα δομικά, οργανικά ζητήματα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος) βγαίνει προς στιγμήν εκτός θέασης, με απώτερο σκοπό να παραμείνει και εκτός κριτικής. Επομένως, παραμένει και εκτός βεληνεκούς μιας αντίρροπης στρατηγικής που θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά με το συγκεκριμένο παράδειγμα.

Δεν είναι κατά τη γνώμη μου ακόμα ξεκάθαρο μέσα από την επικοινωνιακή στρατηγική της Αριστεράς, εάν η αντιπαράθεση είναι μεταξύ θεσμών και θέσεων ή μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων/διαχειριστών που αρκεί να εναλλάσσονται.

Απομυθοποίηση και αποφετιχοποίηση: Η σοκολάτα του Χάρι Πότερ

Στον «Αιχμάλωτο του Αζκαμπάν», ο Χάρι, ως μαθητευόμενος μάγος, έρχεται αντιμέτωπος με τους τερατώδεις «Παράφρονες». Κάτι ανατριχιαστικά πλάσματα που κάνουν το θύμα τους να παγώνει από φόβο, ρουφώντας από μέσα του όλες τις όμορφες αναμνήσεις που τον ζεσταίνουν και τον κρατούν ζωντανό, μέχρι να στραγγίξουν από τη συνειδητότητά του κάθε ελπίδα και να γίνει ένα υποχείριο του ζόφου.

Ο έμπειρος δάσκαλος Ρέμους Λούπιν αναλαμβάνει να διδάξει στα παιδιά πώς να αντιμετωπίζουν τους φόβους τους, πραγματοποιώντας ψεύτικα ομοιώματά τους και καλώντας τα να γελοιοποιήσουν αυτό που τα τρομάζει, δίνοντάς τους μια αστεία μορφή.

Και ενώ αυτό πράγματι στις πλείστες των περιπτώσεων πετυχαίνει, όταν έρχεται η σειρά του Χάρι Πότερ, το πράγμα αλλάζει. Γιατί, στη δική του περίπτωση, μέσα από τη μαγική ντουλάπα ξεπηδάει ένας φρικτός παράφρονας που ρουφάει το ψυχικό περιεχόμενο του Χάρι μπροστά στα παγωμένα βλέμματα των συμμαθητών του, μέχρι που μένει αναίσθητος.

Τότε, ο Ρέμους Λούπιν σπεύδει να συνεφέρει τον μικρό μαθητευόμενο, κατανοώντας ότι η γελοιοποίηση απλώς δε θα αρκούσε στην περίπτωσή του. Και του αποκαλύπτει το αντίδοτο: Για κάθε έναν παράφρονα που τον απομυζεί, το αντίδοτο είναι μια σοκολάτα.

Τηρουμένων των αναλογιών, με τους εκπροσώπους της τοπικής μας δεξιάς, ως μέρος μιας παγκόσμιας πλέον ελίτ αλληλοδιαπλεκόμενων και σκαιών «παραφρόνων», δεν αρκεί να γελοιοποιούμε τη μορφή τους μέχρι να μη μας τρομάζουν πια.

Όσο και αν το γέλιο έχει μια απελευθερωτική και για αυτό, μια γνήσια συγκρουσιακή διάσταση στο πεδίο της πολιτικής, αυτό που απαιτείται από εμάς ως Αριστερά, είναι κάτι πολύ δραστικότερο: Μια σοκολάτα. Η αλλιώς, η αποφετιχοποίηση και απομυθοποίηση των ηγετικών μορφών ως τέτοιες και η πλήρης ανάκτηση της χαμένης μας δύναμης.

Της αλληλεγγύης, της κριτικής και αυτοκριτικής σκέψης, των συλλογικών λειτουργιών και δομών. Της ανάδειξης τελικά της Αριστεράς ως ένα «συλλογικό πρόσωπο» που δρα, κινητοποιείται και εξελίσσεται και αυτή ως «σημείο των καιρών της».

Εστίαση στους θεσμούς, όχι στα πρόσωπα

Το θέμα είναι ο τύπος κυβερνητικότητας και όχι η κυβέρνηση και οι νυν ηγέτες – εκπρόσωποί της που γεννήθηκαν από τα σπλάχνα της. Γιατί μέσα από τα ίδια σπλάχνα γεννιούνται και ηγέτες της Αριστεράς, του σοσιαλισμού και του αντικαπιταλισμού που όμως, καταλήγουν ενίοτε να αναπαράγουν το ίδιο νοσηρό οντολογικό παράδειγμα.

Η εστίαση στο θεσμικό ρόλο, με όλες τις αντιφάσεις που πραγμοποιεί/υλοποιεί απλώς και μόνο στιγμιαία μέσα από το πρόσωπο ενός Μητσοτάκη, ενός Κασσελάκη, ενός Τσίπρα, ενός Στάλιν ή ενός Τράμπ, είναι μία «μαγική μνήμη», βαθιά καταχωνιασμένη μέσα μας, την οποία όμως κάθε λογής παράφρονες προσπαθούν να ρουφήξουν, έτσι ώστε να εστιάζουμε στο αποκρουστικό πρόσωπο του φόβου («η δεξιά του Μητσοτάκη»), να προσπαθούμε να γελάσουμε κάπως με αυτό (βλ. Ζαραλίκος, Luben) και όχι στη σοκολάτα που έχουμε στην τσέπη μας (αποφετιχοποίηση, απομυθοποίηση του ηγετικού προσώπου ως τέτοιου) και που μπορεί να μας  επαναφέρει στη ζωή.

Η πόλωση ως πρακτική και ως επικοινωνιακή στρατηγική μας έχει κάνει ευάλωτους και προγραμματικά αόρατους. Μπορεί στα πηγαδάκια μας να γελάμε, παίζοντας σαν τα παιδιά με τα ραβδάκια μας, τη σοκολάτα μας όμως την έχουμε βλακωδώς ξεχάσει σπίτι. Δεν πρέπει πια να λειτουργούμε ως μαθητευόμενοι, μικροί μάγοι μιας κοντόφθαλμης καθημερινότητας του trivial, του αυτονόητου, αλλά ως ενήλικες μάγιστροι που έχουμε χορτάσει πια με τα παιχνίδια μας και θέλουμε να είμαστε εντάξει με τον εαυτό μας και τη συνείδησή μας.

Όσο αντιπαρατιθέμεθα στη φερόμενη ως «δεξιά του Μητσοτάκη», αυξάνουμε τις πιθανότητες να οικοδομήσουμε απλώς μια «αριστερά τ@ τάδε», με προσωποπαγείς τάσεις που δείχνουν πολιτική ανωριμότητα και, αν μη τι άλλο, αν-ετοιμότητα.

Φυσικά, υπάρχει και άλλος δρόμος: Μπορούμε να επιλέξουμε να σταθούμε μέσα αλλά και απέναντι στον καπιταλισμό συνολικά, ως τα «εναλλασσόμενα κύτταρα πάνω στο δέρμα μιας ιδέας» (βλ. «Ζ», Βασίλης Βασιλικός), ως πολλά και διαφορετικά, εξίσου ισότιμα πρόσωπα που κομίζουν το φρέσκο οξυγόνο στους πόρους του πολιτικού σώματος που λέγεται Αριστερά. Ενός σώματος που κινείται, αγωνίζεται, τρέχει, ενίοτε χορεύει κιόλας στο δρόμο του προς ένα βιώσιμο, ανθρώπινο και σοσιαλιστικό, ριζοσπαστικό αύριο.

Ενός σώματος που θα είναι εκεί, ακόμα και όταν τα επιμέρους του πρόσωπα-κύτταρα θα έχουν αντικατασταθεί από κάποια άλλα.

Και αυτό είναι κάτι που η σύγχρονη, ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να βρει τρόπο να το εκπέμψει σοβαρά, δυνατά και ξεκάθαρα. Αλλάζοντας εν πολλοίς και τον τρόπο με τον οποίο αντιπαρατίθεται με τις δυνάμεις του καπιταλισμού και της καταστροφής.

Copyright © 2024. Αθηνά Ζωγραφάκη. “All rights reserved”.