Υπουργείο Ευτυχίας (10)

Φτάνοντας στο Σταθμό Λαρίσης, ένιωσα ένα ρεύμα να με περιζώνει.Ένα αυτοκίνητο που περνά σχηματίστηκε μέσα στο εσωτερικό μου πεδίο, αυτή τη φορά αυθόρμητα, χωρίς να το έχει προκαλέσει κάποιο συγκεκριμένο ερέθισμα. Τουλάχιστον, όχι κάτι το εμφανές. Κάνει θόρυβο και αφήνει καυσαέριο πίσω του. Μετά εξαφανίζεται, καθώς ένα παιδί με μια καλαθιά κουλούρια πέφτει κατά λάθος πάνω μου.

«Συγνώμ’, κυρία…» μου λέει ντροπαλά και μετά «Θες κουλούρ’ φρέσκο; Σταφίδ’ – καν’λα – σουκολάτ’; Έχ’ και ντόνατς!» ξυπνάει πάλι μέσα του ο πωλητής και βουρκώνω. Θέλει να ζήσει. Όχι λυπιάτικα, μα με περήφανη πίστη στα κουλούρια του.

«Φρέσκο; Απογεματιάτικα;», χώνει το δάχτυλο στα βρομερά μαλλάκια, το έχω προβληματίσει.

«Ντάξ’, όχ’, αλλά τρώγουντ’ ακόμα!» και γελάει πλατιά με το ψέμα του και την αλήθεια του μαζί. Με ευγένεια, βγάζει και χαρτοπετσέτα και μου τα βάζει σε μια σακουλίτσα.

Και να ‘μαι μπροστά στο παλιό νεοκλασικό με τα πολλά περασμένα χρώματα και το πορτονάκι, μέσα στις φυλλωσιές και η κυρία Λένια να γέρνει το κεφάλι της κοιτώντας με να φτάνω, με ένα μόνο σακουβαγιάζ και μια σακούλα κουλούρια και ντόνατς όλων των ειδών. Με κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω και εστιάζει στην παντάνα που φοράω, προσπαθώντας να διακρίνει τι συμβαίνει με τα μαλλιά μου. Νιώθει άσχημα που το καταλαβαίνω, αλλά της χαμογελάω.

«Έλα κορίτσι μου, τόσο δρόμο από την Ρώμη… Μην τα φας αυτά, είναι μπαγιάτικα, έχω ετοιμάσει φαΐ κανονικό.»

Και κάπως έτσι, μένω εδώ και κανά μήνα στην Αθήνα, με την κυρία Λένια να με φροντίζει επειδή της μοιάζω άρρωστη, σαν να ήμουνα η μεγάλη αδερφή του γιου της, του Δημήτρη, που πάντα γυρνάει κουρασμένος, με λεκέδες στη μπλούζα του.

Βγαίνω και περπατάω νωρίς το πρωί και παρατηρώ τον ιδρώτα μου να αυξάνεται καθώς φτάνω ως το μεσημέρι και λιώνουν όλα από τη ζέστη. Αναζητώ ίσκιο και η δροσιά των πολυκατοικιών με κάνει να κοιτώ το κενό που αφήνουν προς τον ουρανό. Χαζεύω τα σχήματα που κάνουν τα πουλιά μέχρι το απόγευμα, σύμφωνα με την εσωτερική, σοφή τους τοπολογία, με ένα παγωτό σοκολάτα – βύσσινο να κρέμεται στο χέρι.

Και νιώθω ευγνωμοσύνη.

Που φοράω κόκκινο κραγιόν και το τρώω μαζί με την κρέμα. Μορφαζουν όταν με βλέπουν να το ανανεώνω πριν παραγγείλω τη μπάλα και σκάω στα γέλια μόνη μου. Κατεβάζω τα πλατιά μαύρα γυαλιά και επιλέγω ποια γεύση σοκολάτας θα φάω αυτή τη φορά απτόητη. Δεν μπορούν να καταλάβουν, δεν το περιμένω, δε με ενδιαφέρει.

Κλείνω τα μάτια μου και μπαίνω μέσα στο σιρόπι.

Οι μέρες μου κυλάνε, όπως πάντα, σε χρόνο ενεστώτα. Σε χρόνο ενεστώτα δρω, σε χρόνο ενεστώτα σκέφτομαι, σε χρόνο ενεστώτα δημιουργώ σκεπτομορφές και αυτές ζουν στον έξω κόσμο, όπως και μέσα μου. Από αυτή την άποψη, είμαι ο κόσμος μου που φτιάχνω και γκρεμίζω κάθε λεπτό και ο χρόνος μου είναι ο χρόνος του κόσμου. Και το αντίστροφο.

Εδώ, στο μικρό σπιτάκι που μου παραχωρεί η κυρία Λένια, με την κοινή αυλίτσα και το τραπεζάκι με το λουλουδάτο τραπεζομάντιλο, το φως μέσα από τα φυλλώματα, του ήλιου που πυρώνεται να μας ξυπνήσει,  του ήλιου που χλωμιάζει να μας ξεκουράσει, μου κάνει την πιο πεζή εντύπωση.

Και χαίρομαι ιδιαίτερα για αυτό.

Από τότε που ήρθα, ψάχνω με αγωνία να παρατηρήσω δίπλα μου και γύρω μου τα σημεία εκείνα της πραγματικότητας που μου αποδεικνύουν ότι δε βρίσκομαι σε προσομοιωμένο περιβάλλον και ότι ο ύπνος μου ή ο ξύπνιος μου δεν είναι ελεγχόμενος από τους Gazers, το προσωπικό του Ινστιτούτου.

Πήραν τα διδακτορικά τους πάνω μου, για κάθε παρατραβηγμένη ιδέα κερδοφόρα που θα μπορούσε να «γεννήσει» σενάρια για το στρεβλό κόσμο του Κέρτις. Έναν κόσμο που πίσω από τα επιτεύγματα και τις ανακαλύψεις, τις φωτογραφίες και τις χειραψίες, κρύβεται κάτι πολύ πιο ποταπό από το κέρδος. Χορδές τανυσμένες, ιλιγγιώδης κοσμικές ταχύτητες, επαυξημένες πραγματικότητες να παίζουν τα μονίμως ανηλικίωτα «παιδιά», νανοσυχνότητες που μέσω των επαναλαμβανόμενων κρούσεων από τη δική μου συνειδητότητα, άρχισαν να ανταποκρίνονται ως τεχνητοί μικρο -νοήμονες οργανισμοί, ικανοί να ταξιδέψουν και να εγκατασταθούν σε δίκτυα πληροφορίας εξ αποστάσεως. Δεν υπάρχει καλύτερη παρακολούθηση από αυτή που γίνεται εκ των έσω.

Και ο κόσμος γύρω να πεθαίνει από την πείνα, από την έλλειψη νερού, από ιούς και αρρώστιες ακόμα ανίατες, όπως επίσης και από στυγνές δολοφονίες.

Να μπορείς να φτιάξεις τον παράδεισο και να επιλέγεις τη σκόνη.

Το μυαλό μου έτρεχε μέσα σε ίνες και, όπου  υπήρχε κενό, έπρεπε να εφεύρω πέρασμα, μέσω άλλων ινών. Μόνο η μορφή της μητέρας μου σταματούσε το χάος και αναγκάζονταν να σταματήσουν, γιατί έπρεπε, φυσικά, να μείνω ζωντανή. Info-bank, script-pool και άλλα τέτοια ήταν το όνομά μου, πολύ πριν μου φτιάξει ο Τζίμι το καινούριο μου όνομα, μαζί με τη νέα μου βιομετρική ταυτότητα. Με στοιχεία που, λογικά, από όσο μπορώ να καταλάβω τουλάχιστον, είναι συντεθειμένα από DNA ενεργά μεν, στα αζήτητα δε. Δε μου έδωσε λεπτομέρειες, δεν προλαβαίναμε άλλωστε.

Προσπαθούσαν να με υποβιβάσουν σε πράγμα.

“My name is Emily! Emily! Emily, you assholes! Say my name! Say my naaaaame!”

Και έσπαγαν το θυμό μου σε βόμβες κατάθλιψης και ενοχών που τις έβρεχαν πάνω στον κόσμο, συνδέοντάς τα με γνωστικές μεταφορές, που διέδιδαν μέσω κατευθυνόμενων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών, παντού.  Ο θυμός από εμένα και οι τύψεις από αυτούς, που έπρεπε πάσει θυσία να ασκήσουν άγρια πίεση για να πάρουν χρηματοδότηση και να μπορέσουν να συνεχίσουν την “cutting-edge” έρευνα, όπως έγραφαν τα πρωτοσέλιδα.

Θα πρέπει όμως να συνηθίζω σιγά – σιγά το νέο μου όνομα, μη μου ξεφύγει πουθενά η Έμιλι που μου άρεσε να είμαι στο κήπο της μητέρας μου, τις ξέγνοιαστες μέρες.

«Αναστασία», λοιπόν, είπα και στην κυρία Λένια. Εντύπωση μου έκανε, πρώτα να με ρωτήσει αν θέλω καφεδάκι και μετά το όνομά μου. «Αναστασία». Αναγέννηση. Σαν κωδικός είναι το νέο μου όνομα και, ειλικρινά, η Έμιλι μοιάζει να μπορεί να κουρνιάσει κάπως μέσα σε αυτό, να απολαύσει για λίγο τον καφέ της, στη  μικρή χωμένη αυλή, που η πεζότητα των πραγμάτων δεν ενοχλεί, ούτε νιώθει την ανάγκη να συγκριθεί. Με τον Παρθενώνα, ας πούμε, που δεσπόζει στο βράχο απέναντι.

Όλοι νομίζουν πως ανεβαίνουν για να δουν τα μάρμαρα, όμως για το φως ανεβαίνουν, το φως τα κάνει αυτό που είναι, μέσα στην πεζότητά του τα κάνει να ξεχωρίζουν, και θα ξεχώριζαν ακόμα και αν ήταν φτιαγμένα από λευκό χαρτί. Αυτό που κείται δεδομένο επιτρέπει με το θαύμα του να ανθίσει ένα φαντασμαγορικό πασιφανές. Να τι συμβαίνει με τον Παρθενώνα.

Και τώρα, τι, Αναστασία; Τώρα, φαΐ, τώρα νερό, τώρα παγωτό. Τώρα ελεύθερος ύπνος, ελεύθερος ξύπνιος, τώρα δημιουργώ τον κόσμο εναντιοσκοπώντας σε αυτά που άλλοι με υποχρέωσαν να δημιουργήσω, παρά τη θέλησή μου. Για όσο ε κ ε ί ν ο ς δε με εντοπίζει, θα πάρω όσο από τον κόσμο μου προλαβαίνω πίσω.

Μεγαλώνουμε με διάφορους τρομακτικούς, απόμακρους και κοντινούς αρσενικούς  ε κ ε ί ν ο υ ς, ενηλικιωνόμαστε στην προσπάθειά μας να μας αγαπήσουν και να αγαπηθούμε από αυτούς. Και με τη βία των δικών τους προσδοκιών να κρέμεται επάνω μας τους παραχωρούμε το φως μας μέρα με τη μέρα, μέχρι να έρθει η νύχτα.

Αυτό που γυάλιζε στα μάτια του Κέρτις, από την πρώτη μέρα που αντιλήφθηκε πως στον κήπο της μητέρας μου υπήρχε ένα τριαντάφυλλο, ήταν -τώρα μπορώ να το δω καθαρά- μία έλξη, ένα μίσος και μία πραγμοποίηση.

Δεν πραγμοποιήθηκα, όμως. Και το χρωστάω σε κάποιον άλλο ε κ ε ί ν ο. Θα απλώσω αντένες να τον ψάξω. Θα διαχυθώ με νόημα στο πεδίο. Δεν τρέφω ψευδαισθήσεις για το χρόνο που έχω μπροστά μου. Όμως, θα τον βρω. Γιατί ε κ ε ί ν ο ς έχει πιθανότητες να συνεχίσει, όταν εγώ φύγω.

 

Copyright © 2020. Athina Zografaki. All rights reserved.