δέντρο στέκεται μέσα στη φύση καταρράκτης νερά βουνά πίνακας ακουαρέλας

Ένα δέντρο στον υπόνομο (2) : Η έξωση

Άλλη μια εβδομάδα δουλειάς ξεκινούσε. Πόσα πρωινά είχε μπει μες στις ουρές με τ’ αυτοκίνητα; Σήμερα, θα ‘παιρνε ξανά το τραμ. Βάλθηκε να μετράει το χρόνο του. Σε μια στιγμή, η ζωή τού φάνηκε μια ξένη. Χωρίς αστέρι.

Είχε μεγαλώσει, γιατί έτσι του είχαν πει πως γίνεται με τα χρόνια που περνούν: Μεγαλώνουν τους ανθρώπους. Και περνάει η  μπογιά τους. Και δεν έχουνε πια ζήτηση.  Κι αυτό ήταν λέει πρόβλημα.

Θυμάται πώς συνέβη. Περνώντας το κατώφλι των δεκαοχτώ. Το παγκόσμιο ρολόι είχε αρχίσει να μετράει και γι’ αυτόν. Κι ένιωσε πως έπρεπε να φτιάξει έναν εαυτό καλή προσφορά στην αγοραία ζήτηση.

Να αποτιμά την αξία του ρεαλιστικά. Στην τιμή που θα βόλευε τους άλλους να τον χρησιμοποιούν. Μην και χαρακτηριζόταν ρομαντικός, αν παραδείγματος χάρη τους έλεγε πως ήθελαν να τον μετρήσουν ως άνθρωπο. Ή δέντρο. Ή πορτοκάλι. Ή χρωματιστά μπαλόνια. Θα έπεφτε στ’ αζήτητα.

«Τι περίεργο να σ’ αγαπούν αυτοί που είναι να σε δρέψουν…» σκεφτόταν κάτι ώρες περίεργες, ζιζάνια. Φύτρωναν πλάι στο ρέμα της ζωής που είχε πάψει πια να ακούει.

Όπως πριν κανά μήνα περίπου, όταν ο  επί χρόνια τρίτος καφές της μέρας τον πίκρισε τόσο που γύρισε και τον έφτυσε στο νεροχύτη. Ακόμη δεν είχε βρει με τι να τον αντικαταστήσει. Μα ούτε και μπήκε στον κόπο να τον ψευτογλυκάνει με περισσότερη ζάχαρη.

Είχε καταφέρει να γίνει. Αντικειμενικός, σοβαρός, καλός φοιτητής, επαγγελματίας, εραστής, γιος, αδερφός και φυσικά, έπρεπε κάποτε να γίνει και πατέρας. Τόσο καλοραμμένοι ρόλοι, προβαρισμένοι και παιγμένοι στο πάλκο της ζωής, να έβρισκαν συνεχιστή, μην πήγαιναν χαμένοι.

Ήτανε σίγουρος πως ήταν κάπου μέσα. Μέσα στα γεγονότα, μέσα στις εξελίξεις, μέσα στις δικτυώσεις, μέσα στα πράγματα. Γραβάτα που δεν του ταίριαζε κι όμως τη φόραγε, ποτέ δικό του αυτό το μέσα. Τον άφηνε μόνο του την πιο δύσκολη ώρα. Το μέσα αυτό δεν τον κύκλωνε σαν αγκαλιά. Δεν τον βοηθούσε να εννοήσει.

Να μπορεί να πει το τι και το πώς. Να μπορεί να καταλάβει το μυρμήγκι, την πεταλούδα, το χαμόγελο, το δάκρυ. Το χέρι που χαϊδεύει τα μαλλιά, τη μαλακή κι υγρή εκείνη χαράδρα στο δέρμα με την εξαίσια υποχώρηση και τις τρελές δονήσεις, τη σταγόνα της βροχής, τον ήλιο μες στις φυλλωσιές, το φεγγάρι που ήξερε να δανείζεται το φως χωρίς ποτέ να το χρωστάει. Να ξανακοιτάξει ψηλά, να το δει να λαμπυρίζει και να ξέρει ότι τον βλέπει.

Το αστέρι, ναι, το αστέρι.

Να πει βότσαλο και να βγει στη θάλασσα, να πει χαρά και να γίνει, να πει θυμός και να βροντήξει, να πει δάκρυ και να λιώσει. Να πει όχι και να μην είναι φόβος. Να πει ναι και να ‘ναι θαύμα.

Να ακούσει το κελαρυστό πέρασμα του ρέματος μέσα απ’ τα ζιζάνια. Αλλά όχι. Αυτό το μέσα που βρισκόταν, μάλλον ήταν ένα εσωτερικοποιημένο εξωτερικό έξω, σκέφτηκε τώρα.

Πίκρισε πάλι η γεύση του στο στόμα. Αρνήθηκε με το μυαλό τη ζάχαρη.

Έψαξε ασυναίσθητα ανάμεσα στα παπουτσωμένα πόδια για το μπλε του το χαλί. Υγράνθηκαν οι κόγχες του. Έπαιξε τα βλέφαρά του νευρικά. Αγχώθηκε. Πολυκοσμία. Πού είναι το χαλί; Και το ταβάνι; Γιατί χαμηλώνει;

Έξω, θέλω να βγω έξω…

Βανέσα; Πότε ήταν που χάιδεψα το στήθος σου με μια μνήμη ότι μπορεί και κάποτε να μου άρεσε; Χτες, προχτές, πριν ένα μήνα; Πότε έγινε αιώνας ξαφνικά; Κι εκείνη η σάρκα η μαλακή, πότε μπήκε, πότε βγήκε, επισκέπτης που του κλείσαν βιαστικά την πόρτα; Κι ο ήλιος σου; Ξέχασα, είναι και το δαχτυλίδι που περιμένεις να γεμίσει τ’ άδειο το λεπτό σου δαχτυλάκι. Και η κοιλιά σου που κρυφά κοιτάς να δεις αν φούσκωσε. Με αντάλλαγμα κάτι άλλο από μένα που με ξεπερνά. Τόσα σου χρωστάω για το φως που σου δανείστηκα;

Έξω.

Κύριε Χαρβελάκη, κάθε τρεις και λίγο εσείς στο τηλέφωνο. Μια το ένα μια το άλλο. Δε σας αρέσω, κύριε Χαρβελάκη; Ούτε και μένα, αλλά δε με ρωτήσατε και ποτέ. Και ποιος σας είπε ότι θέλω να σας μοιάσω, δηλαδή; Τόσες οι παραγγελίες, τόσες οι συμφωνίες, τόσοι οι στόχοι και να τ’ αποτελέσματα. Σώνει.

Τόσα και τόσα κάνουν τόσα. Θέλετε κι άλλα; Ειλικρινά, δεν πίστεψα ποτέ ότι θα σας αρκούσε κάτι, αλλά η ανάγκη βλέπεις. Και πιο έτσι, πιο αλλιώς, πιο πολύ, πιο λίγο, πιο μεγάλο, πιο μικρό, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα. Ένα λαχάνιασμα της ζωής έχετε καταντήσει, ένα ξερό κι επαναλαμβανόμενο λαχάνιασμα που με ιδρώνει και μ’ αδειάζει. Σαν οργασμός που ποτέ δεν έρχεται.

Έξω.

Μάνα, δεν ξέρω γιατί, αλλά δε θέλω να σου κάνω εγγόνι. Και ναι, έχω φάει μια σαλάτα και μια τυρόπιτα και προσπαθώ μια καθημερινή προσπάθεια. Κι ούτε ζακέτα πήρα. Γιατί δεν υπάρχει ζακέτα για την παγωνιά που νιώθω.

Γιατί είμαι ενήλικας κι όμως νιώθω σαν παιδί που πεινάει. Κι όσο κι αν το αρνείσαι, νιώθω πως πας να ευτυχίσεις μέσα από μένα, σαν να μ’ έβαλες υποθήκη τη στιγμή που γεννιόμουν και τώρα μου ζητάς τα ρέστα. Μα αν μπω σ’ αυτό το τρένο, θα έχω μείνει αταξίδευτος. Κι ότι ζήσει από μένα, δε θ’ αξίζει.

Έξω.

Άσε μας ρε Γιώργο, τα ίδια και τα ίδια… Το κόμμα κι η οργάνωση. Ε, και; Σάπισες, σάπισες κι εσύ και δεν ακούς! Ψωμί, ρε συ Γιώργο, ψωμί και ελευθερία! Να μη σφάζονται οι άνθρωποι στη γη. Να μην υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Απλά και ξάστερα τα ζητούμενα της ανθρωπότητας, μπορείς;

Να περπατήσεις ερωτικά την πρώτη του Μάη, σαν να ‘τανε ο δρόμος o αγαπητικός σου κι εσύ ο πιο παράνομος εραστής στο τελευταίο σου ραντεβού. Να πεις μια καλημέρα χωρίς ύφος στον ανίδεο που δεν καταλαβαίνει. Ποιος ξέρει τι λόγους θα ‘χει και τι δαίμονες κι αυτός. Πού ξέρεις αν βρήκε ποτέ και κάποιον να του τα εξηγήσει ανθρωπινά πώς έχουνε τα πράγματα «ήσυχα, ήσυχα κι απλά;»

Θυμάσαι, Γιώργο; Γιατί και που φωτίστηκες του λόγου σου, δεν έλαμψε ακόμα το αστέρι. Κι εντύπωση μου κάνει, έτσι μονάχος που απέμεινες να το κοιτάς, να μην απλώνεις να το φέρεις. Και στην ενότητα “causes” του Linked-in, μου κότσαρες την ιδεολογία σου και τα πιστεύω σου για να πουλάει καλύτερα το προφίλ σου, σαν να ‘τανε καινούριο απόχτημα, πώς λέμε παπούτσια.

Γιατί, Γιώργο, γιατί; Να γιατί δε μας καταδέχεται τ’ αστέρι και σκουπίζουμε τα αίματα και την περηφάνια μας απ’ τους δρόμους. Και γελάνε μαζί μας οι δεξιοί, γελάνε με τ’ αστέρι μας…! Κι εσύ στέκεις αμίλητα, ψευτοαγέρωχα που μιλάνε έτσι γι’ αυτό. Είναι αγράμματοι, λες. Πώς το αντέχεις;

Έξω.

Θέλω να πάω στο Θιβέτ. Το ξέρω πως δεν έχω λεφτά. Τρεις κι εξήντα ξηγιέται ο κύριος Χαρβελάκης με τις απαιτήσεις και τα εταιρικά οράματα. Στο Θιβέτ, «εις το βουνό ψηλά εκεί». Να κάτσω με τις ώρες πάνω στα χαλιά τους. Με το ταβάνι ψηλό κι εμπνευστικό. Να πάρω μιαν ανάσα.

Ψάχνουν να εξηγήσουνε το φως, με την ελπίδα να φτάσουνε κάποτε σ’ ένα αστέρι, μιας κι εμείς αργούμε ακόμα να το κατεβάσουμε, ως εν ουρανώ κι επί τη γης.  Και δεν είναι απολιτικό, Γιώργο, δεν είναι απολιτικό. Αποικία είναι που τους είπαν τάχα ότι τους ελευθερώσανε.

Και σαν τι μπόρεσες να κάνεις, Γιώργο; Εγώ, τι μπόρεσα να κάνω εγώ; Δούλεψα τόσο, περπάτησα τόσο, μίλησα τόσο, λέω καμιά φορά πως ερωτεύτηκα κιόλας, μα υποχώρησα. Η ανάγκη βλέπεις. Και σκύβοντας μέρα με τη μέρα στην ανάγκη λιγόστεψα, ξοδεύτηκα, βρέθηκα με τόσα κι όμως με τίποτα.

Κι έρχονται νύχτες που ντρέπομαι, Γιώργο, ντρέπομαι και φοβάμαι. Φοβάμαι πως μια μέρα θα σηκωθεί η ανθρωπότητα, πελώρια σαν σαρκωμένη γυναίκα, θα μου ζητήσει τ’ αστέρι που της υποσχέθηκα και δε θα ‘χω τίποτα να της δώσω.  «Απ’ τους άλλους δεν είχα απαιτήσεις, τους ήξερα δα», θα μου πει, «αλλά από σένα, από σένα;» Ντροπή, αριστεροί άνθρωποι, ντροπή.

Έξω κι εγώ, έξω.

Οι άλλοι είχαν αρχίσει να τον κοιτάνε περίεργα, πρέπει να μίλαγε μόνος του φωναχτά. Μέσα – έξω, μέσα – έξω, οι σκέψεις βίαζαν το μυαλό του. Ένιωσε να χύνεται η μάζα του μέσα στο πλαστικό. Να γαντζώνονται τα μαλλιά του στις χειρολαβές. Τον ιδρώτα του να τον πνίγει ζεστό κι έπειτα να εξατμίζεται. Να κολλάνε τα χέρια του στο χαρτοφύλακα, τα πόδια του να λιώνουν μέσα στα παπούτσια.

Το κεφάλι του πυρακτώθηκε επικίνδυνα. Μια λάμψη τον θάμπωσε ξαφνικά και τινάχτηκε σύγκορμος. Ένα μεγάλο ξεμπουντούλωμα συνέβη στην κοιλιά του. Το κενό του γέμισε μπάζα. Σπασμοί.

Δευτερόλεπτο πρώτο: Προλαβαίνει να διαπεράσει το τζάμι και να σταθεί ανάμεσα στα μόρια που αιωρούνταν.

Δευτερόλεπτο δεύτερο: Άλλη μια εβδομάδα ζωής.

Δευτερόλεπτο τρίτο: Το βλέπει να στέκεται εκεί. Τα κλαδιά του ταλαιπωρημένα προσπαθούν να σώσουν τον τρυφερό πράσινο εαυτό τους. Το κεφαλάκι του μόλις σηκωμένο μια σπιθαμή κάτω απ’ το επίπεδο του δρόμου. Οι ρόδες των αυτοκινήτων το απειλούν. Ένα δέντρο στον υπόνομο.

Κι έπειτα, σκοτάδι.

 

Copyright © 2021. Αθηνά Ζωγραφάκη. “All rights reserved”.